- ανίδρωτος
- -η, -ο (Α ἀνίδρωτος, -ον)αυτός που δεν γυμνάστηκε μέχρι να ιδρώσει, αγύμναστος, νωθρός, νωχελικόςνεοελλ.1. αυτός που δεν έχει ιδρώτα, που δεν ιδρώνει2. μτφ. αυτός που αποκτήθηκε χωρίς ιδρώτα, χωρίς κόπο, άκοπος(για αρρώστια) αυτός που δεν συνοδεύεται από εφίδρωση («ἀνίδρωτος ἴκτερος»Ιπποκράτης).
Dictionary of Greek. 2013.